- απακριβούμαι
- ἀπακριβοῡμαι (-όομαι) (Α)Ι. παθ.1. υφίσταμαι λεπτομερή επεξεργασία από κάποιον, γίνομαι τέλειος2. (μτχ.) ἀπηκριβωμένος(για πρόσωπα) αυτός που γνωρίζει κάτι με ακρίβειαII. μέσ. (στη γλυπτική) αποτελειώνω, κάνω κάτι τέλειο.
Dictionary of Greek. 2013.